ἀδέσμῳ

ἀδέσμῳ
ἄδεσμος
unfettered
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”